- εξάγκωνα
- ἐξάγκωνα (Μ)επίρρ. με τα χέρια δεμένα πίσω, πισθάγκωνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξάγκωνα — επίρρ. με τα χέρια δεμένα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἐξάγκωνα < ἐξ + ἀγκών, με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος] … Dictionary of Greek